- ναίσκου
- νάισκοςshrinemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
κυβέλη — I Θεότητα της Φρυγίας και της Λυδίας κατά την αρχαιότητα, η λατρεία της οποίας εξαπλώθηκε και στον ελλαδικό χώρο. Επρόκειτο για ένα ανώτατο ον θηλυκού γένους, ένα ασιατικό αντίστοιχο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Περιστοιχιζόταν από τον Ουρανό, τον… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πετρά — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
σηκοκόρος — ὁ, ἡ, ΜΑ, και σηκηκόρος, ὁ, ἡ, Α αυτός που καθαρίζει τον στάβλο ή την μάντρα, ο βοσκός μσν. (κατά τον Ζων.) «νεωκόρος, φύλαξ ναΐσκου». [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα», αλλά και «κυρίως ναός» + κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω… … Dictionary of Greek
Λομπάρντο — (Lombardo). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών γλυπτών και αρχιτεκτόνων που κατάγονταν από την Καρόνα (λίμνη Λουγκάνο) και εργάστηκαν τον 15o και τον 16o αι. 1. Αντόνιο (Antonio, Βενετία 1458; – Φεράρα 1516). Αξιόλογο έργο του ήταν το μεγάλο τζάκι της… … Dictionary of Greek